- παρακόλληση
- η / παρακόλλησις, -ήσεως, ΝΑ [παρακολλώ]παράπλευρη συγκόλλησηαρχ.θεραπεία νοσογενών κοιλοτήτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρακολλητικός — ή, όν, Α [παρακολλώ] 1. κατάλληλος για παρακόλληση 2. αυτός που γίνεται με συγκόλληση … Dictionary of Greek